- τσο(μ)πανάκος
- ο, Ν1. μικρός τσομπάνος, τσομπανόπουλο («τσομπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα», δημ. τραγούδι)2. ζωολ. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τού γένους sitta τής οικογένειας sittidae, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τα είδη Sitta europaea, κν. δενδροτσομπανάκος, και Sitta neumayer, κν. βραχοτσομπανάκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + κατάλ. -ακος (πρβλ. ανθρωπ-άκος)].
Dictionary of Greek. 2013.